τιβήν

τιβήν
τιβήν, ῆνος, ,
A = τρίπους, Lyc.1104:—also [full] τίβηνος· λέβης, τρίπους, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιβήν — ῆνος, ὁ, Α ο τρίποδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τίβηνος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «λέβης, τρίπους». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τιβήν*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”